- μαντάλωμα
- τό1) запирание на засов, на задвижку, на щеколду; 2) перен. запирание кого-л. дома; содержание под строгим надзором, под замком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαντάλωμα — το [μανταλώνω] το κλείσιμο πόρτας ή παραθύρου με μάνταλο, με αμπάρα, με σύρτη, αμπάρωμα … Dictionary of Greek
μαντάλωμα — το η ασφάλιση της πόρτας με μάνταλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανταλωμός — ο [μανταλώνω] το μαντάλωμα, αμπάρωμα … Dictionary of Greek